Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνίᾱ
κοινωνικός
κοινωνός
κοινωφελής
Κοιογενής
κοῖος
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανίδαι
κοίρανος
κοιτάζομαι
κοιταῖος
κοίτη
κοιτίς
κοῖτος
κοιτών
κόκκινος
κόκκος
κόκκῡ
View word page
κοιρανίδαι
κοιρανίδαιῶνm.pl lords, rulersof a cityS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιρανίδαι
Headword (normalized):
κοιρανίδαι
Headword (normalized/stripped):
κοιρανιδαι
IDX:
23089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23090
Key:
κοιρανίδαι

Data

{'headword_display': '<b>κοιρανίδαι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοιρανίδαι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Tr>lords, rulers<Expl>of a city</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοιρανίδαι'}