Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνίᾱ
κοινωνικός
κοινωνός
κοινωφελής
Κοιογενής
κοῖος
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανίδαι
View word page
κοινώνημα
κοινώνημαατοςn collaborative enterprisePl.connection, tiebetw. persons, cities, peoplesArist. Plu.

ShortDef

acts of communion, communications, dealings between man and man

Debugging

Headword:
κοινώνημα
Headword (normalized):
κοινώνημα
Headword (normalized/stripped):
κοινωνημα
IDX:
23079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23080
Key:
κοινώνημα

Data

{'headword_display': '<b>κοινώνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοινώνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>collaborative enterprise</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Tr>connection, tie<Expl>betw. persons, cities, peoples</Expl></Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοινώνημα'}