Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνίᾱ
κοινωνικός
κοινωνός
κοινωφελής
Κοιογενής
View word page
κοινό-φρων
κοινόφρωνονgen.ονοςadjφρήν of personshaving intentions in commonw.dat.w. someoneE.

ShortDef

like-minded with

Debugging

Headword:
κοινόφρων
Headword (normalized):
κοινόφρων
Headword (normalized/stripped):
κοινοφρων
IDX:
23075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23076
Key:
κοινόφρων

Data

{'headword_display': '<b>κοινό-φρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινό<hyph/>φρων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>having intentions in common<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοινόφρων'}