Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνίᾱ
κοινωνικός
κοινωνός
View word page
κοινοτροφικός
κοινοτροφικόςή όνadjτρέφω of the scienceof raising whole groupsof animalsPl.fig., w.gen.of people, by a rulerPl.

ShortDef

of or for group rearing

Debugging

Headword:
κοινοτροφικός
Headword (normalized):
κοινοτροφικός
Headword (normalized/stripped):
κοινοτροφικος
IDX:
23073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23074
Key:
κοινοτροφικός

Data

{'headword_display': '<b>κοινοτροφικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινοτροφικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the science</Indic><Tr>of raising whole groups<Expl>of animals</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>fig., <GLbl>w.gen.</GLbl>of people, by a ruler</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κοινοτροφικός'}