Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνίᾱ
κοινωνικός
View word page
κοινό-τοκος
κοινότοκοςονadjτόκος of a person of noble birth, ref. to a brotherborn of the same parentsas oneselfS.

ShortDef

of or from common parents

Debugging

Headword:
κοινότοκος
Headword (normalized):
κοινότοκος
Headword (normalized/stripped):
κοινοτοκος
IDX:
23072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23073
Key:
κοινότοκος

Data

{'headword_display': '<b>κοινό-τοκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινό<hyph/>τοκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person of noble birth, ref. to a brother</Indic><Tr>born of the same parents<Expl>as oneself</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοινότοκος'}