Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
View word page
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινοπρᾱγίᾱᾱςf acting in commonallianceoft. w.dat.prep.phr.w. a commander, nation, or sim.Plb.cooperationw.gen.of nations, allies, or sim.Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινοπρᾱγίᾱ
Headword (normalized):
κοινοπρᾱγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κοινοπραγια
IDX:
23069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23070
Key:
κοινοπρᾱγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κοινοπρᾱγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοινοπρᾱγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>acting in common</Def><Tr>alliance<Expl>oft. <GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>w. a commander, nation, or sim.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><nS2><Tr>cooperation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of nations, allies, or sim.</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κοινοπρᾱγίᾱ'}