Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
κοινών
View word page
κοινό-πους
κοινόπουςπουνgen.ποδοςadjπούς of an arrivalof people travelling togetherS.

ShortDef

of common foot

Debugging

Headword:
κοινόπους
Headword (normalized):
κοινόπους
Headword (normalized/stripped):
κοινοπους
IDX:
23067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23068
Key:
κοινόπους

Data

{'headword_display': '<b>κοινό-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινό<hyph/>πους</HL><Infl>πουν</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ποδος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an arrival</Indic><Tr>of people travelling together</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοινόπους'}