Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινόω
View word page
κοινό-πλους
κοινόπλουςουνAtt.adjπλόος of a crew of sailorsmaking a common voyage, sailing togetherS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινόπλους
Headword (normalized):
κοινόπλους
Headword (normalized/stripped):
κοινοπλους
IDX:
23066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23067
Key:
κοινόπλους

Data

{'headword_display': '<b>κοινό-πλους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινό<hyph/>πλους</HL><Infl>ουν</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a crew of sailors</Indic><Tr>making a common voyage, sailing together</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοινόπλους'}