Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
κοινόφρων
View word page
κοινολογίᾱ
κοινολογίᾱᾱςf session of deliberationgroup discussion, conferencePlb. Plu.discussion, conversationbetw. two peoplePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινολογίᾱ
Headword (normalized):
κοινολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κοινολογια
IDX:
23065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23066
Key:
κοινολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κοινολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοινολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>session of deliberation</Def><Tr>group discussion, conference</Tr><Au>Plb. Plu.</Au><nS2><Tr>discussion, conversation<Expl>betw. two people</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κοινολογίᾱ'}