Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφιλής
View word page
κοινολογέομαι
κοινολογέομαιmid.contr.vbλόγοςaor.pass.w.mid.sens.
ἐκοινολογήθην
Plb.
of leaders, envoys, councillors, or sim.deliberate togetheroft. w.dat.prep.phr.w. someone, w. περίὑπέρ + gen.about sthg.Hdt. Th. Pl. X. D.

ShortDef

to commune

Debugging

Headword:
κοινολογέομαι
Headword (normalized):
κοινολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
κοινολογεομαι
IDX:
23064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23065
Key:
κοινολογέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κοινολογέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κοινολογέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.pass.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>ἐκοινολογήθην</Form><Au>Plb.</Au></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of leaders, envoys, councillors, or sim.</Indic><Tr>deliberate together<Expl>oft. <GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>w. someone, <GLbl>w. <Ref>περί</Ref><or/><Ref>ὑπέρ</Ref> + gen.</GLbl>about sthg.</Expl></Tr><Au>Hdt. Th. Pl. X. D.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κοινολογέομαι'}