Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
View word page
κοινο-λεχής
κοινολεχήςοῦςmasc.fem.adjλέχος of a mansharing the bedof a womanS.

ShortDef

a paramour

Debugging

Headword:
κοινολεχής
Headword (normalized):
κοινολεχής
Headword (normalized/stripped):
κοινολεχης
IDX:
23063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23064
Key:
κοινολεχής

Data

{'headword_display': '<b>κοινο-λεχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινο<hyph/>λεχής</HL><Infl>οῦς</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>λέχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>sharing the bed<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοινολεχής'}