Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιμήματα
κοίμησις
κοιμίζω
κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
κοινός
View word page
κοινο-γενής
κοινογενήςέςadjγένοςγίγνομαι of a speciesable to breed together, interbreedingPl.

ShortDef

hybridizing

Debugging

Headword:
κοινογενής
Headword (normalized):
κοινογενής
Headword (normalized/stripped):
κοινογενης
IDX:
23060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23061
Key:
κοινογενής

Data

{'headword_display': '<b>κοινο-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοινο<hyph/>γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a species</Indic><Tr>able to breed together, interbreeding</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοινογενής'}