Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιμάω
κοιμήματα
κοίμησις
κοιμίζω
κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
κοινοπρᾱγίᾱ
View word page
κοινοβωμίᾱ
κοινοβωμίᾱᾱςfβωμός shared altar-groundof several godsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινοβωμίᾱ
Headword (normalized):
κοινοβωμίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κοινοβωμια
IDX:
23059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23060
Key:
κοινοβωμίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κοινοβωμίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοινοβωμίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>βωμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shared altar-ground<Expl>of several gods</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοινοβωμίᾱ'}