Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιλωπός
κοιμάω
κοιμήματα
κοίμησις
κοιμίζω
κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
κοινοπρᾱγέω
View word page
κοινοβούλιον
κοινοβούλιονουn joint councilref. to an assembly of councillorsPlb.

ShortDef

common council

Debugging

Headword:
κοινοβούλιον
Headword (normalized):
κοινοβούλιον
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλιον
IDX:
23058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23059
Key:
κοινοβούλιον

Data

{'headword_display': '<b>κοινοβούλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κοινοβούλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>joint council<Expl>ref. to an assembly of councillors</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κοινοβούλιον'}