Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιλῶνυξ
κοιλωπός
κοιμάω
κοιμήματα
κοίμησις
κοιμίζω
κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
κοινόπλους
κοινόπους
View word page
κοινοβουλέω
κοινοβουλέωcontr.vbκοινός;βουλήβουλεύομαι of commandersdeliberate togetherX.

ShortDef

to deliberate in common

Debugging

Headword:
κοινοβουλέω
Headword (normalized):
κοινοβουλέω
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλεω
IDX:
23057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23058
Key:
κοινοβουλέω

Data

{'headword_display': '<b>κοινοβουλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κοινοβουλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κοινός</Ref>;<Ref>βουλή</Ref><Ref>βουλεύομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of commanders</Indic><Tr>deliberate together</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κοινοβουλέω'}