Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιλόφθαλμος
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλωπός
κοιμάω
κοιμήματα
κοίμησις
κοιμίζω
κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογίᾱ
View word page
κοινεών
κοινεώνmseeκοινών

ShortDef

partner

Debugging

Headword:
κοινεών
Headword (normalized):
κοινεών
Headword (normalized/stripped):
κοινεων
IDX:
23055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23056
Key:
κοινεών

Data

{'headword_display': '<b>κοινεών</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κοινεών</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>κοινών</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κοινεών'}