Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κοιλότης
κοιλόφθαλμος
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλωπός
κοιμάω
κοιμήματα
κοίμησις
κοιμίζω
κοινᾱ́ν
κοινάω
κοινεών
κοινῇ
κοινοβουλέω
κοινοβούλιον
κοινοβωμίᾱ
κοινογενής
κοινογονίᾱ
κοινόλεκτρος
κοινολεχής
κοινολογέομαι
View word page
κοινάω
κοινάωdial.contr.vbseeκοινόω

ShortDef

confide, entrust

Debugging

Headword:
κοινάω
Headword (normalized):
κοινάω
Headword (normalized/stripped):
κοιναω
IDX:
23054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23055
Key:
κοινάω

Data

{'headword_display': '<b>κοινάω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κοινάω</HL><PS>dial.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>κοινόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κοινάω'}