Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κόθορνος
κόθουρος
κοΐ
κοΐζω
κοίῃ
Κοιηίς
κοικύλλω
κοιλαίνω
κοιλάς
κοιλίᾱ
κοιλιακός
κοιλιοπώλης
κοιλογάστωρ
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλότης
κοιλόφθαλμος
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλωπός
κοιμάω
View word page
κοιλιακός
κοιλιακόςή όνadj of disordersof the bowelsPlu.

ShortDef

of the bowels

Debugging

Headword:
κοιλιακός
Headword (normalized):
κοιλιακός
Headword (normalized/stripped):
κοιλιακος
IDX:
23039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23040
Key:
κοιλιακός

Data

{'headword_display': '<b>κοιλιακός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοιλιακός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of disorders</Indic><Tr>of the bowels</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοιλιακός'}