Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κνῦμα
κνύος
κνύω
κνώδαλον
κνώδων
Κνωσός
κνώσσω
κοᾱ́λεμος
κοάξ
κοβᾱλικεύματα
κοβᾱλικός
κόβᾱλος
κόγχη
κόγχος
κογχυλιᾱ́της
κογχύλιον
κοδράντης
κοέω
κόθαρος
κόθεν
κόθορνος
View word page
κοβᾱλικός
κοβᾱλικόςή όνadjof bribeswicked, dishonestTimocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοβᾱλικός
Headword (normalized):
κοβᾱλικός
Headword (normalized/stripped):
κοβαλικος
IDX:
23019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23020
Key:
κοβᾱλικός

Data

{'headword_display': '<b>κοβᾱλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κοβᾱλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of bribes</Indic><Tr>wicked, dishonest</Tr><Au>Timocr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κοβᾱλικός'}