Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κνῑσήεις
κνισμός
κνῑσοκόλαξ
κνῑσωτός
κνῑ́ψ
κνόος
κνοώσσω
κνύζα
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνύω
κνώδαλον
κνώδων
Κνωσός
κνώσσω
κοᾱ́λεμος
View word page
κνύζημα
κνύζημαατοςn whining, whimperingof infantsHdt.

ShortDef

a whining, whimpering

Debugging

Headword:
κνύζημα
Headword (normalized):
κνύζημα
Headword (normalized/stripped):
κνυζημα
IDX:
23006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23007
Key:
κνύζημα

Data

{'headword_display': '<b>κνύζημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κνύζημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>whining, whimpering<Expl>of infants</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κνύζημα'}