Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κνῑσάω
κνῑσήεις
κνισμός
κνῑσοκόλαξ
κνῑσωτός
κνῑ́ψ
κνόος
κνοώσσω
κνύζα
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνύω
κνώδαλον
κνώδων
Κνωσός
κνώσσω
View word page
κνυζηθμός
κνυζηθμόςοῦm whining, whimperingof dogs, wild beastsOd. AR.

ShortDef

a whining, whimpering

Debugging

Headword:
κνυζηθμός
Headword (normalized):
κνυζηθμός
Headword (normalized/stripped):
κνυζηθμος
IDX:
23005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-23006
Key:
κνυζηθμός

Data

{'headword_display': '<b>κνυζηθμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κνυζηθμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>whining, whimpering<Expl>of dogs, wild beasts</Expl></Tr><Au>Od. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κνυζηθμός'}