Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροθρῴσκω
ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
View word page
ἀποπροέηκε
ἀποπροέηκεep.3sg.aor.seeἀποπροΐημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπροέηκε
Headword (normalized):
ἀποπροέηκε
Headword (normalized/stripped):
αποπροεηκε
IDX:
229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-230
Key:
ἀποπροέηκε

Data

{'headword_display': '<b>ἀποπροέηκε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀποπροέηκε<LblR>ep.3sg.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποπροΐημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποπροέηκε'}