Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κνᾱκομιγής
κνᾱκός
κνᾱ́κων
κνᾱ́μᾱ
κνᾱ́μιδες
κνᾱμός
κνάπτω
κνᾱ́σαιο
κναφεῖον
κναφεύς
κναφευτικός
κναφεύω
κνάφος
κνάω
κνεφάζω
κνεφαῖος
κνέφαλλον
κνέφας
κνῆ
κνήθω
κνηκῑ́ς
View word page
κναφευτικός
κναφευτικόςalsoγναφευτικόςή όνadj of the artof being a fullerPl.

ShortDef

belonging to a fuller

Debugging

Headword:
κναφευτικός
Headword (normalized):
κναφευτικός
Headword (normalized/stripped):
κναφευτικος
IDX:
22969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22970
Key:
κναφευτικός

Data

{'headword_display': '<b>κναφευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κναφευτικός<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>γναφευτικός</FmHL></VL></HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of being a fuller</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κναφευτικός'}