Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλυτόμαντις
κλυτόμητις
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλύω
κλώζω
Κλῶθες
κλώθω
κλωμακόεις
κλών
κλῳός
κλωπείᾱ
κλωπεύω
κλωπήιος
κλωπικός
κλωσμός
κλωστήρ
κλωστός
κλώψ
View word page
κλωμακόεις
κλωμακόειςεσσα ενadj of a placefull of rocksrocky, craggyIl.

ShortDef

stony, rocky

Debugging

Headword:
κλωμακόεις
Headword (normalized):
κλωμακόεις
Headword (normalized/stripped):
κλωμακοεις
IDX:
22948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22949
Key:
κλωμακόεις

Data

{'headword_display': '<b>κλωμακόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κλωμακόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Def>full of rocks</Def><Tr>rocky, craggy</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κλωμακόεις'}