Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλοπικός
κλόπιος
κλοπός
κλοτοπεύω
κλύδων
κλυδωνίζομαι
κλυδώνιον
κλύζω
κλῦθι
κλύμενος
κλυσιδρομάς
κλύσμα
κλυστήρ
Κλυταιμήστρᾱ̄
κλῦτε
κλυτοεργός
κλυτόκαρπος
κλυτόμαντις
κλυτόμητις
κλυτόπωλος
κλυτός
View word page
κλυσι-δρομάς
κλυσιδρομάςάδοςfem.adjκλύζω of a breezeracing and drenchingw. sprayTim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλυσιδρομάς
Headword (normalized):
κλυσιδρομάς
Headword (normalized/stripped):
κλυσιδρομας
IDX:
22931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22932
Key:
κλυσιδρομάς

Data

{'headword_display': '<b>κλυσι-δρομάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κλυσι<hyph/>δρομάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>κλύζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a breeze</Indic><Tr>racing and drenching<Expl>w. spray</Expl></Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κλυσιδρομάς'}