Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροθρῴσκω
ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
View word page
ἀπο-προβάλλω
ἀποπροβάλλωvb fling awayone's shieldAR.

ShortDef

throw far away

Debugging

Headword:
ἀποπροβάλλω
Headword (normalized):
ἀποπροβάλλω
Headword (normalized/stripped):
αποπροβαλλω
IDX:
228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-229
Key:
ἀποπροβάλλω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-προβάλλω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>προβάλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fling away</Tr><Obj>one's shield<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποπροβάλλω'}