Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κληρονομίᾱ
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχίᾱ
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτός
κλῄς
κλῆσις
κλῇσις
κλῃστός
κλῄσω
κλῄσω
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
View word page
κληρωτήριον
κληρωτήριονουn randomised allocation devicelottery machinefor selecting jurorsAr. Arist.

ShortDef

place where elections by lot

Debugging

Headword:
κληρωτήριον
Headword (normalized):
κληρωτήριον
Headword (normalized/stripped):
κληρωτηριον
IDX:
22869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22870
Key:
κληρωτήριον

Data

{'headword_display': '<b>κληρωτήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κληρωτήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>randomised allocation device</Def><Tr>lottery machine<Expl>for selecting jurors</Expl></Tr><Au>Ar. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κληρωτήριον'}