Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κληῑ́ς
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κλημάτινος
κληματίς
κληματόομαι
κληρονομέω
κληρονομίᾱ
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχίᾱ
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτός
κλῄς
View word page
κληρο-παλής
κληροπαλήςέςadjπάλλω of portions of meatassigned by casting lotshHom.

ShortDef

distributed by shaking the lots

Debugging

Headword:
κληροπαλής
Headword (normalized):
κληροπαλής
Headword (normalized/stripped):
κληροπαλης
IDX:
22861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22862
Key:
κληροπαλής

Data

{'headword_display': '<b>κληρο-παλής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κληρο<hyph/>παλής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of portions of meat</Indic><Tr>assigned by casting lots</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κληροπαλής'}