Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλήθρη
κλῇθρον
κληίζω
κλήιθρον
κληῑ́ς
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κλημάτινος
κληματίς
κληματόομαι
κληρονομέω
κληρονομίᾱ
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κληρουχέω
κληρουχίᾱ
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
View word page
κληματόομαι
κληματόομαιmid.contr.vb of a vinegrow branchesshootsS.fr.

ShortDef

put forth tendrils

Debugging

Headword:
κληματόομαι
Headword (normalized):
κληματόομαι
Headword (normalized/stripped):
κληματοομαι
IDX:
22857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22858
Key:
κληματόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κληματόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κληματόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a vine</Indic><Tr>grow branches<or/>shoots</Tr><Au>S.<Wk>fr.</Wk></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κληματόομαι'}