Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλεισίον
κλειτός
κλειτύς
κλείω
κλείω
Κλειώ
κλέμμα
κλεννός
κλέος
κλέπτης
κλεπτικός
κλεπτίστατος
κλεπτοσύνη
κλέπτω
κλεψίφρων
κλεψύδρᾱ
Κλεώ
κλέω
κλήδην
κλῃδουχέω
κλῃδοῦχος
View word page
κλεπτικός
κλεπτικόςή όνadj relating to theftfem.sb.thieveryPl.

ShortDef

thieving

Debugging

Headword:
κλεπτικός
Headword (normalized):
κλεπτικός
Headword (normalized/stripped):
κλεπτικος
IDX:
22833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22834
Key:
κλεπτικός

Data

{'headword_display': '<b>κλεπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κλεπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to theft</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>thievery</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κλεπτικός'}