Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρισμός
κλαύματα
κλαυμονή
κλαυμυρίζομαι
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσομαι
κλαυτός
κλάω
κλᾱ́ω
κλέα
κλεεννός
κλεηδών
κλεῖα
κλειδίον
κλεΐζω
κλεῖθρον
κλεινός
View word page
κλαυτός
κλαυτόςή όνadj of a situationto be wept overA. S.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλαυτός
Headword (normalized):
κλαυτός
Headword (normalized/stripped):
κλαυτος
IDX:
22809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22810
Key:
κλαυτός

Data

{'headword_display': '<b>κλαυτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κλαυτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a situation</Indic><Tr>to be wept over</Tr><Au>A. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κλαυτός'}