Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλᾴς
κλάσις
κλάσματα
κλάσσα
κλαστάζω
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρισμός
κλαύματα
κλαυμονή
κλαυμυρίζομαι
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσομαι
κλαυτός
κλάω
κλᾱ́ω
κλέα
κλεεννός
κλεηδών
View word page
κλαυμυρίζομαι
κλαυμυρίζομαιmid.vb of a babyhave a crying fit, whimperMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλαυμυρίζομαι
Headword (normalized):
κλαυμυρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κλαυμυριζομαι
IDX:
22804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22805
Key:
κλαυμυρίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κλαυμυρίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κλαυμυρίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a baby</Indic><Tr>have a crying fit, whimper</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κλαυμυρίζομαι'}