Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κλᾳξῶ
κλᾱ́ριον
κλᾱ́ριος
κλᾱροπαληδόν
κλᾶρος
κλᾴς
κλάσις
κλάσματα
κλάσσα
κλαστάζω
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρισμός
κλαύματα
κλαυμονή
κλαυμυρίζομαι
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσομαι
κλαυτός
View word page
κλαυθμονή
κλαυθμονήfseeκλαυμονή

ShortDef

weeping, wailing

Debugging

Headword:
κλαυθμονή
Headword (normalized):
κλαυθμονή
Headword (normalized/stripped):
κλαυθμονη
IDX:
22799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22800
Key:
κλαυθμονή

Data

{'headword_display': '<b>κλαυθμονή</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κλαυθμονή</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>κλαυμονή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κλαυθμονή'}