Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀψεγής
ἄψεκτος
ἄψερον
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψευστέω
ἄψευστος
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἀψήφιστος
ἀψηφοφόρητος
ἁψικορίᾱ
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχίᾱ
ἀψίνθιον
ἁψῑ́ς
ἅψις
ἀψόρροος
ἄψορρος
View word page
ἀ-ψήφιστος
ψήφιστοςονadjψηφίζομαι not having votedin a trialAr.

ShortDef

not having voted

Debugging

Headword:
ἀψήφιστος
Headword (normalized):
ἀψήφιστος
Headword (normalized/stripped):
αψηφιστος
IDX:
2278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2279
Key:
ἀψήφιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ψήφιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>ψήφιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψηφίζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>not having voted<Expl>in a trial</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀψήφιστος'}