Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κίσσιος
κισσοδαής
κισσοκόμης
κισσός
κισσοφόρος
κισσοχαίτᾱς
κισσόω
κισσύβιον
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κίταρις
κίττα
κιττάω
κιττός
κιχᾱ́νω
κίχλη
κιχλίζω
κιχρᾱ́ς
κίω
κῑ́ων
View word page
κιστο-φόρος
κιστοφόροςουmφέρω carrier of a basketin a ritual processionD.

ShortDef

carrying a chest

Debugging

Headword:
κιστοφόρος
Headword (normalized):
κιστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κιστοφορος
IDX:
22762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22763
Key:
κιστοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>κιστο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κιστο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>carrier of a basket<Expl>in a ritual procession</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κιστοφόρος'}