Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κιρνάω
Κίρρα
κῑ́ς
κίσηρις
κίσθος
κίσσα
κισσήρης
κίσσινος
Κίσσιος
κισσοδαής
κισσοκόμης
κισσός
κισσοφόρος
κισσοχαίτᾱς
κισσόω
κισσύβιον
κίστη
κιστίς
κιστοφόρος
κίταρις
κίττα
View word page
κισσο-κόμης
κισσοκόμηςουmasc.adjκόμη of Dionysushaving hair wreathed with ivyivy-hairedhHom.

ShortDef

ivy-crowned

Debugging

Headword:
κισσοκόμης
Headword (normalized):
κισσοκόμης
Headword (normalized/stripped):
κισσοκομης
IDX:
22754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22755
Key:
κισσοκόμης

Data

{'headword_display': '<b>κισσο-κόμης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κισσο<hyph/>κόμης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Dionysus</Indic><Def>having hair wreathed with ivy</Def><Tr>ivy-haired</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κισσοκόμης'}