Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κῑ́νημα
κῑ́νημι
κῑ́νησις
κῑνητέος
κῑνητήρ
κῑνητήριος
κῑνητής
κῑνητιάω
κῑνητικός
κῑνητός
κινναμώμινος
κιννάμωμον
κῑ́νυγμα
κῑ́νυμαι
κινῡ́ρομαι
κινυρός
κῑνύσσομαι
κινώπετον
κῑόκρᾱνον
κίον
Κίρκη
View word page
κινναμώμινος
κινναμώμινοςονadjκιννάμωμον of oilperfumed with cinnamonPlb.

ShortDef

prepared from ḳinnamon, a superior kind of cassia

Debugging

Headword:
κινναμώμινος
Headword (normalized):
κινναμώμινος
Headword (normalized/stripped):
κινναμωμινος
IDX:
22729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22730
Key:
κινναμώμινος

Data

{'headword_display': '<b>κινναμώμινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κινναμώμινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κιννάμωμον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of oil</Indic><Tr>perfumed with cinnamon</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κινναμώμινος'}