Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κινδῡνεύω
κίνδῡνος
κινδῡνώδης
κῑνέω
κῑνηθμός
κῑ́νημα
κῑ́νημι
κῑ́νησις
κῑνητέος
κῑνητήρ
κῑνητήριος
κῑνητής
κῑνητιάω
κῑνητικός
κῑνητός
κινναμώμινος
κιννάμωμον
κῑ́νυγμα
κῑ́νυμαι
κινῡ́ρομαι
κινυρός
View word page
κῑνητήριος
κῑνητήριοςᾱ ονadjof a gadflydriving ona cowA.of harsh wordsprovocativew.gen.of angerA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κῑνητήριος
Headword (normalized):
κῑνητήριος
Headword (normalized/stripped):
κινητηριος
IDX:
22724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22725
Key:
κῑνητήριος

Data

{'headword_display': '<b>κῑνητήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κῑνητήριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a gadfly</Indic><Tr>driving on<Expl>a cow</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1><aS1><Indic>of harsh words</Indic><Tr>provocative<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of anger</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κῑνητήριος'}