Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κιμώλιος
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδίᾱ
κίναιδος
κινάμωμον
κῑ́νᾱσις
κινδῡ́νευμα
κινδῡνευτής
κινδῡνευτικός
κινδῡνεύω
κίνδῡνος
κινδῡνώδης
κῑνέω
κῑνηθμός
κῑ́νημα
κῑ́νημι
κῑ́νησις
κῑνητέος
κῑνητήρ
View word page
κινδῡνευτικός
κινδῡνευτικόςή όνadj prone to take risksArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κινδῡνευτικός
Headword (normalized):
κινδῡνευτικός
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευτικος
IDX:
22713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22714
Key:
κινδῡνευτικός

Data

{'headword_display': '<b>κινδῡνευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κινδῡνευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>prone to take risks</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κινδῡνευτικός'}