Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κιμμέριος
Κιμώλιος
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδίᾱ
κίναιδος
κινάμωμον
κῑ́νᾱσις
κινδῡ́νευμα
κινδῡνευτής
κινδῡνευτικός
κινδῡνεύω
κίνδῡνος
κινδῡνώδης
κῑνέω
κῑνηθμός
κῑ́νημα
κῑ́νημι
κῑ́νησις
κῑνητέος
View word page
κινδῡνευτής
κινδῡνευτήςοῦm risk-taker, adventurerTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κινδῡνευτής
Headword (normalized):
κινδῡνευτής
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευτης
IDX:
22712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22713
Key:
κινδῡνευτής

Data

{'headword_display': '<b>κινδῡνευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κινδῡνευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>risk-taker, adventurer</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κινδῡνευτής'}