Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κίμβῑξ
Κιμμέριος
Κιμώλιος
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδίᾱ
κίναιδος
κινάμωμον
κῑ́νᾱσις
κινδῡ́νευμα
κινδῡνευτής
κινδῡνευτικός
κινδῡνεύω
κίνδῡνος
κινδῡνώδης
κῑνέω
κῑνηθμός
κῑ́νημα
κῑ́νημι
κῑ́νησις
View word page
κινδῡ́νευμα
κινδῡ́νευμαατοςnκινδῡνεύω risky undertakingS. E. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κινδῡ́νευμα
Headword (normalized):
κινδῡ́νευμα
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευμα
IDX:
22711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22712
Key:
κινδῡ́νευμα

Data

{'headword_display': '<b>κινδῡ́νευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κινδῡ́νευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>κινδῡνεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>risky undertaking</Tr><Au>S. E. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κινδῡ́νευμα'}