Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κίλιξ
κιλλίβᾱς
κιμαῖος
Κιμβερικός
κίμβῑξ
Κιμμέριος
Κιμώλιος
κιναβράω
κίναδος
κινάθισμα
κιναιδίᾱ
κίναιδος
κινάμωμον
κῑ́νᾱσις
κινδῡ́νευμα
κινδῡνευτής
κινδῡνευτικός
κινδῡνεύω
κίνδῡνος
κινδῡνώδης
κῑνέω
View word page
κιναιδίᾱ
κιναιδίᾱᾱςfκίναιδος deviancyesp.ref. to passive male homosexualityAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιναιδίᾱ
Headword (normalized):
κιναιδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κιναιδια
IDX:
22707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22708
Key:
κιναιδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κιναιδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κιναιδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κίναιδος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>deviancy<Expl>esp.ref. to passive male homosexuality</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κιναιδίᾱ'}