Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κιθαριστής
κιθαριστικός
κιθαριστύς
κιθαρῳδέω
κιθαρῳδίᾱ
κιθαρῳδικός
κιθαρῳδός
Κιθηρών
κιθών
κίκι
κίκιννοι
κικκαβαῦ
κικκαβίζω
κικλήσκω
Κικυννεύς
κῖκυς
Κίλιξ
κιλλίβᾱς
κιμαῖος
Κιμβερικός
κίμβῑξ
View word page
κίκιννοι
κίκιννοιωνm.pl curls of hairlocks, ringletsas a fashionable male hairstyleAr. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίκιννοι
Headword (normalized):
κίκιννοι
Headword (normalized/stripped):
κικιννοι
IDX:
22691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22692
Key:
κίκιννοι

Data

{'headword_display': '<b>κίκιννοι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κίκιννοι</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Def>curls of hair</Def><Tr>locks, ringlets<Expl>as a fashionable male hairstyle</Expl></Tr><Au>Ar. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κίκιννοι'}