Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κίδναμαι
Κιθαιρών
κιθάρᾱ
κιθαραοιδότατος
κιθαρίζω
κίθαρις
κιθάρισις
κιθαρίσματα
κιθαρισμός
κιθαριστής
κιθαριστικός
κιθαριστύς
κιθαρῳδέω
κιθαρῳδίᾱ
κιθαρῳδικός
κιθαρῳδός
Κιθηρών
κιθών
κίκι
κίκιννοι
κικκαβαῦ
View word page
κιθαριστικός
κιθαριστικόςή όνadj skilled at playing the lyrePl.of the artof the lyre-playerPl.fem.sb.art of the lyre-playerPl.

ShortDef

skilled in harp-playing

Debugging

Headword:
κιθαριστικός
Headword (normalized):
κιθαριστικός
Headword (normalized/stripped):
κιθαριστικος
IDX:
22682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22683
Key:
κιθαριστικός

Data

{'headword_display': '<b>κιθαριστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κιθαριστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>skilled at playing the lyre</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of the art</Indic><Tr>of the lyre-player</Tr><Au>Pl.</Au></aS2><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of the lyre-player</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1> </AE>', 'key': 'κιθαριστικός'}