Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
κηρῡκεύω
κηρῡκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κηρωτή
κήτειος
κῆτος
κητώεις
κηφήν
κηφηνώδης
Κηφῑσιεύς
Κηφῑσός
κηώδης
κηώεις
κιβδηλείᾱ
View word page
κηρωτή
κηρωτήῆςfκηρός waxy ointmentlinimentAr.

ShortDef

cerate

Debugging

Headword:
κηρωτή
Headword (normalized):
κηρωτή
Headword (normalized/stripped):
κηρωτη
IDX:
22651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22652
Key:
κηρωτή

Data

{'headword_display': '<b>κηρωτή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κηρωτή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κηρός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>waxy ointment</Def><Tr>liniment</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κηρωτή'}