Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηρός
κηροχυτέω
κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
κηρῡκεύω
κηρῡκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κηρωτή
κήτειος
κῆτος
κητώεις
κηφήν
κηφηνώδης
Κηφῑσιεύς
View word page
κηρῡκικός
κηρῡκικόςή όνadj of the classof heraldsPl.of the artof the heraldPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρῡκικός
Headword (normalized):
κηρῡκικός
Headword (normalized/stripped):
κηρυκικος
IDX:
22647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22648
Key:
κηρῡκικός

Data

{'headword_display': '<b>κηρῡκικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κηρῡκικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the class</Indic><Tr>of heralds</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of the art</Indic><Tr>of the herald</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κηρῡκικός'}