Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κηροειδής
κηρόθι
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηρός
κηροχυτέω
κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
κηρῡκεύω
κηρῡκικός
κηρύλος
κῆρυξ
κηρύσσω
κηρωτή
κήτειος
κῆτος
κητώεις
κηφήν
View word page
κηρῡ́κευμα
κηρῡ́κευμαατοςn announcement, reportfr. a scout to a commanderA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρῡ́κευμα
Headword (normalized):
κηρῡ́κευμα
Headword (normalized/stripped):
κηρυκευμα
IDX:
22645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22646
Key:
κηρῡ́κευμα

Data

{'headword_display': '<b>κηρῡ́κευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κηρῡ́κευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>announcement, report<Expl>fr. a scout to a commander</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κηρῡ́κευμα'}