Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κῆρ
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηρίον
κηριτρεφής
κηρόδετος
κηροειδής
κηρόθι
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηρός
κηροχυτέω
κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
κηρῡκεύω
κηρῡκικός
κηρύλος
View word page
κηρό-πλαστος
κηρόπλαστοςονadjπλαστός of reed-pipesfashioned with waxi.e. held together by itA.

ShortDef

moulded of wax, waxen

Debugging

Headword:
κηρόπλαστος
Headword (normalized):
κηρόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
κηροπλαστος
IDX:
22638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22639
Key:
κηρόπλαστος

Data

{'headword_display': '<b>κηρό-πλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κηρό<hyph/>πλαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλαστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of reed-pipes</Indic><Tr>fashioned with wax<Expl>i.e. held together by it</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κηρόπλαστος'}