Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κήρ
κῆρ
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηρίον
κηριτρεφής
κηρόδετος
κηροειδής
κηρόθι
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηρός
κηροχυτέω
κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
κηρῡκεύω
κηρῡκικός
View word page
κηρο-πλάστης
κηροπλάστηςουmκηρόςπλάσσω maker of wax modelsref. to the creator godfashionerof the human racePl.

ShortDef

modeller in wax: modeller

Debugging

Headword:
κηροπλάστης
Headword (normalized):
κηροπλάστης
Headword (normalized/stripped):
κηροπλαστης
IDX:
22637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22638
Key:
κηροπλάστης

Data

{'headword_display': '<b>κηρο-πλάστης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κηρο<hyph/>πλάστης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κηρός</Ref><Ref>πλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>maker of wax models</Def><nS2><Indic>ref. to the creator god</Indic><Tr>fashioner<Expl>of the human race</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κηροπλάστης'}