Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κηπουρός
κήρ
κῆρ
κηραίνω
κηρεσσιφόρητος
κήρινος
κηρίον
κηριτρεφής
κηρόδετος
κηροειδής
κηρόθι
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηρός
κηροχυτέω
κήρυγμα
κηρῡ́καινα
κηρῡκείᾱ
κηρῡ́κειον
κηρῡ́κευμα
κηρῡκεύω
View word page
κηρόθι
κηρόθιadvsee under κῆρ

ShortDef

in the heart, with all the heart, heartily

Debugging

Headword:
κηρόθι
Headword (normalized):
κηρόθι
Headword (normalized/stripped):
κηροθι
IDX:
22636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22637
Key:
κηρόθι

Data

{'headword_display': '<b>κηρόθι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κηρόθι</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under <Ref>κῆρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κηρόθι'}